Πάντα με απασχολούσε το ερώτημα γιατί η Ευρώπη και αργότερα οι ΗΠΑ δεν προσέγγιζαν, δεν προβληματίζονταν ερμηνευτικά, δεν ανέβασαν στο θέατρο τον Αριστοφάνη. Με λίγα λόγια ήδη από την Αναγέννηση που σχεδόν λεηλάτησε καθετί κλασικό και αναδόμησε ριζικά το εκπαιδευτικό της σύστημα ανατρέχοντας στις αρχές και στις αξίες της κλασικής Ελλάδας και κυρίως της Αθήνας, ο Αριστοφάνης περιορίστηκε στα στενά πανεπιστημιακά πλαίσια, αντιμετωπίστηκε κυρίως ως πηγή κατανόησης της κοινωνίας την οποία σατίρισε και μελετήθηκε ως γλώσσα. Το τελευταίο ήταν ισχυρό επιχείρημα, διότι ο μεγάλος εκείνος κριτικός κοινωνικών θεσμών και καταγραφέας της καθημερινότητας είχε ως γλωσσικό εργαλείο την τρέχουσα ομιλούμενη στην εποχή του γλώσσα. Αν σήμερα θέλαμε να μελετήσουμε (αφού δεν υπήρχαν τότε μαγνητόφωνο ή φιλμ) τη γλώσσα του Μεσοπολέμου ή της Κατοχής ή του Εμφυλίου, και εννοώ την καθημερινή λαλιά, τον ρυθμό της προφορικής κουβέντας των Ελλήνων, θα μελετούσαμε π.χ. νούμερα της επιθεώρησης, κωμωδίες του Σακελλάριου ή του Ψαθά.

Οι κλασικοί φιλόλογοι λοιπόν μελετώντας τη γλώσσα των κωμωδιών του Αριστοφάνη είχαν τη χαρά να «συνομιλούν» με τον Αθηναίο της Αγοράς, του σπιτιού, του στρατού, των εργαστηρίων, του λιμανιού. Και ως τέτοια πηγή χρησιμοποιήθηκε. Ετσι σώζεται και η παραγωγή χειρογράφων του κωμωδιογράφου στο Βυζάντιο. Οι καλόγεροι δεν τον διέσωσαν για τις βωμολοχίες του βέβαια, ούτε για τους θεσμούς της δημοκρατίας που σιχαίνονταν, ούτε και για τα ερωτικά ελευθέρια ήθη. Τον διέσωσαν διότι είχαν μπροστά τους τη ζωντανή γλώσσα του αθηναίου πολίτη. Ποτέ κανείς στην κλασική Αθήνα δεν μίλησε στην Αγορά, στο σπίτι, στη Βουλή, στο στρατόπεδο, στον στόλο τη γλώσσα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη. Οπως στα κουρεία της Αρχαίας Ελλάδας έτσι και στα καφενεία και στις ταβέρνες του Ψυρή, της Νεάπολης, του Βύθουλα δεν διαλέγονταν άντρες και γυναίκες, δουλικά και πρόσφυγες με γνώμονα και ύφος τα ποιήματα του Παλαμά, του Σικελιανού, του Βάρναλη ή αργότερα του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Οι Ευρωπαίοι λοιπόν φιλόλογοι, μόνον ως γραμματικοί ενδιαφέρθηκαν για τον Αριστοφάνη. Οι θεσμοί τους κυρίως ρωμαϊκής προέλευσης, η νομοθεσία τους αντανακλούσε τις βασιλείες, φωτισμένες ή τυραννικές και αργότερα την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τελείως διάφορη από την άμεση του Κλεισθένη αλλά και τις στρεβλώσεις της, που, βέβαια, σατίρισε και αναθεμάτισε ο Αριστοφάνης.

Ο Αριστοφάνης στην Ευρώπη παιζόταν μόνο στο πρωτότυπο στα μεγάλα πανεπιστήμια και όταν τολμούσε κάποιος να τον φέρει στη θεατρική σκηνή, συνήθως τους «Ορνιθες», ως ουτοπία μιμούνταν τη φαντασμαγορία των σκηνικών της γαλλικής φινέτσας ή της αγγλικής εξτραβαγκάντσας.

Η Ευρώπη και ο άλλος κόσμος που θήλαζε την Ευρωπαϊκή Αγελάδα, τον Μένανδρο μέσω των Ρωμαίων (Πλαύτου και Τερέντιου) θεώρησαν ως πρότυπο του κωμικού. Δηλαδή τον κωμωδιογράφο που μιλούσε για κοινωνικά ελαττώματα, για αστικές συνήθειες και ατομικά συμφέροντα.

Είναι πράγματι απίστευτο πώς οι μεγάλοι συγγραφείς της Ευρώπης αγνοούν τον Αριστοφάνη. Ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Γκολντόνι, ο Γκόγκολ, ο Γκελντερόντ, ο Μπίχνερ (για να αναφερθώ στις μεγάλες θεατρικές γλώσσες και παραδόσεις) δεν σχολιάζουν, δεν αναφέρονται, δεν εμπνέονται από τον Αριστοφάνη. Δεν υπάρχει εξάλλου μια σοβαρή μελέτη στην Ευρώπη για την πρόσληψη του μεγάλου κωμικού σε μία από τις ένδοξες ιστορίες του ευρωπαϊκού θεάτρου.

Ενώ υπάρχει μια πληθώρα εξαίσιων επιστημονικών μονογραφιών για τη γλώσσα του, τις ιδέες του και την κριτική των θεσμών του καιρού του.

Οταν πριν από πενήντα χρόνια ο σπουδαίος σκηνοθέτης μας και θεατρολόγος Αλέξης Σολομός κυκλοφόρησε το μοναδικό του βιβλίο «Ο ζωντανός Αριστοφάνης» συγχρόνως περίπου με την είσοδο του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπήρξαν αρνητικές αλλά κυρίως διθυραμβικά αποκαλυπτικές αντιδράσεις (μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες) παρ’ όλα αυτά οι πανεπιστημιακοί κυρίως των ευρωπαϊκών κλασικών εδρών αρνούνταν ότι ο Αριστοφάνης παίζεται! Οταν η κόρη μου σπούδαζε στην Αγγλία και έκανε το μεταπτυχιακό της στο Αρχαίο Δράμα παράλληλα με την Ιστορία των κλασικών χρόνων έχοντας υποτροφία για να ειδικευτεί ούσα υπάλληλος τότε του Θεατρικού Μουσείου ζήτησε από τον καθηγητή του σεμιναρίου (διάσημο άγγλο φιλόλογο, μεταφρασμένο στα ελληνικά) να προσκομίσει στο μάθημα βιντεοσκοπημένες παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών στην Επίδαυρο από το αρχείο του Μουσείου (είχε συμφοιτητές Ιάπωνες και Ινδούς τελείως ξένους με την τραγική παράδοση) ο καθηγητής την απέτρεψε λέγοντας πως ο Αριστοφάνης «δεν παίζεται»!!

Οταν όμως ο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» πήγε στο Εδιμβούργο και στο Λονδίνο με τους διάσημους πλέον «Ορνιθες» οι άγγλοι θεατράνθρωποι (με πρώτο τον Λόρενς Ολίβιε) χειροκροτούσαν επί μισή ώρα έκπληκτοι.

Αργότερα όταν στην Αγγλία καταργήθηκε ο Λόρδος Λογοκριτής που απαγόρευε τη βωμολοχία στα θεατρικά έργα και θέλησε ο Πίτερ Χολ να ανεβάσει «Λυσιστράτη» δεν έβρισκε άγγλο ελληνιστή φιλόλογο να τη μεταφράσει χωρίς περικοπές! Βρήκε ινδό ελληνιστή αγγλόφωνο και το πέτυχε.

Αλλά πώς να βρει σκηνογράφο και κυρίως ενδυματολόγο να σχεδιάσει κοστούμια με φαλλούς! Και άνοιξε ο δρόμος για μια ένδοξη ευρωπαϊκή καριέρα στον Διονύση Φωτόπουλο. Η παράσταση ήρθε στο Ηρώδειο και την άλλη χρονιά στην Επίδαυρο και μας ενθουσίασε. Οι επανειλημμένες παραστάσεις του Εθνικού στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι, του Κουν, του Ευαγγελάτου, του Βολανάκη στο εξωτερικό έκαναν θεατρική μόδα του Αριστοφάνη πλέον. Αλλά στην Ελλάδα ο Αριστοφάνης ήταν μόδα και λαϊκή τροφή από το 1900! Οταν ο Σουρής μετέφρασε, σκηνοθέτησε και είδε την παράσταση προσωπικά στις «Νεφέλες». Ο μέγας Θωμάς Οικονόμου ανέβασε «Εκκλησιάζουσες» στο Βασιλικόν και «Νεφέλες». Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος το 1905 ανέβασε «Εκκλησιάζουσες» τόσο τολμηρές ώστε επέτρεπε την είσοδο «μόνο δι’ άνδρες»!!

Και τώρα το κύριο ερώτημα. Γιατί ο Αριστοφάνης έγινε σχεδόν ψωμοτύρι εδώ και 130 χρόνια στην Ελλάδα της πολιτικής συντήρησης, των κλειστών ηθών. Ακριβώς διότι σατίριζε λες και δεν είχαν περάσει 20 αιώνες την ίδια πολιτική παθογένεια, την ίδια διαπλοκή, τα ίδια πολιτικά τερτίπια που κατέτρεχαν τον τόπο αυτό μέσα στην Τουρκοκρατία και μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν θεσμούς, συχνά μιμούμενοι τους αρχαίους Ελληνες, αλλά τους τηρούσαν και τιμωρούσαν την εκτροπή.

Οι μεγάλοι ευρωπαίοι σατιρικοί και κωμωδιογράφοι γελοιοποιούν, εκθέτουν, τιμωρούν τους επίορκους ταγούς, τους στρεβλούς πολίτες, τα δαχτυλοδειχτούμενα ελαττώματα. Ετσι δημιουργήθηκαν οι φαύλοι (όπως τους ονόμαζε ο Αριστοτέλης) ανθρώπινοι χαρακτήρες: οι ταρτούφοι, οι φιλάργυροι, οι αρχοντοχωριάτες, οι Δονζουάν, οι χωριάτες, οι μεθύστακες, οι χαρτοπαίχτες, οι κλέφτες, οι πολιτικάντηδες, οι ψεύτες, οι φαταούλες κ.τ.λ.

Ολοι αυτοί ήταν οι χαρακτηριστικές εξαιρέσεις. Οι παραβάτες των θεσμών, των αξιών και των δημόσιων αρετών.

Εδώ όμως έπασχαν οι ίδιοι οι θεσμοί. Ή καλύτερα: θεσμοί υπήρχαν, ψηφίζονταν, αλλά την ίδια ώρα καταστρατηγούνταν, εξευτελίζονταν, γελοιοποιούνταν συχνά από τους ίδιους πολιτικούς χώρους που τους υπόσχονταν και τους ψήφιζαν. Και τότε ανακαλύψαμε πως τίποτε δεν είχε αλλάξει από την εποχή του Αριστοφάνη!! Και το γλεντάγαμε! Το χαιρόμασταν και το χαρακτηρίζαμε ελληνική ιδιοπροσωπία.

Και φτάσαμε να καμαρώνουμε πως οι ίδιοι θεσμοί, το σύστημα, η εκπαίδευση, η διοίκηση, τα συστήματα υγείας και εφοριακής πολιτικής παράγουν διαπλοκή, ανομία, ατασθαλία, κλοπή, ψεύδος και απάτη.

Είχα ζητήσει ως δάσκαλος πριν χρόνια να δημοσιεύονται, όπως στη Γαλλία π.χ., τα καλύτερα γραπτά των Πανελληνίων Εξετάσεων για να καμαρώνουμε δάσκαλοι και γονείς και σύστημα! Επωνύμως. Αλλά και ανωνύμως να δημοσιεύονται και τα χειρότερα. Και κάτι άλλο. Να δημοσιοποιούνται έστω ανωνύμως, πλάι στα γραπτά που βαθμολογήθηκαν με 2 ή 5 των ελληνικών και οι βαθμοί απολυτηρίου του υποψηφίου. Εκεί να δείτε γλέντια. Γιατί στα Μαθηματικά ή τη Φυσική μπορεί να κάνεις λάθος και να απομακρυνθείς από το βαθμό της επίδοσης στο Λύκειο. Αλλά στα ελληνικά, πώς κάποιος που γράφει για 2 ή 5 αποφοίτησε με 15 και συχνά με 18!!; Ξέχασε σ’ ένα μήνα ορθογραφία, σύνταξη και πέντε στρωτές κουβέντες; Από την εποχή του Αριστοφάνη σ’ αυτό τον τόπο οι θεσμοί λειτουργούσαν μόνο και μόνο για να παραβιάζονται.